- Σίμων'
- Σίμωνα , Σίμωνa confederate in evilmasc acc sgΣίμωνι , Σίμωνa confederate in evilmasc dat sgΣίμωνε , Σίμωνa confederate in evilmasc nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σίμων — a confederate in evil masc nom/voc sg Σί̱μων , Σῖμος Flat nose masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σίμων — I Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων. 1. Ο Ιππιατρικός. Αθηναίος που έζησε στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. και είχε γράψει Περί ιππικής. Οι γνώμες του πάνω σ’ αυτό το θέμα θεωρούνταν μεγάλου κύρους, και ο Ξενοφών έχει επαινέσει την παρατηρητικότητα του … Dictionary of Greek
σιμῶν — σῑμῶν , σιμός snub nosed fem gen pl σῑμῶν , σιμός snub nosed masc/neut gen pl σῑμῶν , σιμόω turn up the nose pres part act masc voc sg (doric aeolic) σῑμῶν , σιμόω turn up the nose pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σῑμῶν ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίμων — σί̱μων , σιμόω turn up the nose imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) σί̱μων , σιμόω turn up the nose imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σίμων ο Μάγος — Σύγχρονος του Ιησού (1ος αι. μ.Χ.), από τη Σαμάρεια ή την Κύπρο, μάγος και αιρετικός του χριστιανισμού. Παρακολουθώντας το κήρυγμα του Φίλιππου στη Σαμάρεια, ο Σ. πείστηκε ότι ο χριστιανισμός ήταν ισχυρότερος από τη μαγική δύναμη και βαφτίστηκε… … Dictionary of Greek
Καράς, Σίμων — (Στροβίτσι Ηλείας 1903 – Αθήνα 1999). Μουσικολόγος, λαογράφος και συγγραφέας. Μολονότι σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη μελέτη της ελληνικής μουσικής. Από νεαρή ηλικία μυήθηκε στα ηρωικά τραγούδια, ενώ έμαθε… … Dictionary of Greek
Φαβάρ, Κάρολος Σίμων — (Favart, 1710 – 1792). Γάλλος δραματικός συγγραφέας. Διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στο θέατρο και βοήθησε αποφασιστικά στην εξέλιξη του γαλλικού κωμειδυλλίου. Εξάλλου θεωρείται και ο δημιουργός της μουσικής κωμωδίας. Ζαχαροπλάστης στο επάγγελμα,… … Dictionary of Greek
Σίμωνα — Σίμων a confederate in evil masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σίμωνας — Σίμων a confederate in evil masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σίμωνες — Σίμων a confederate in evil masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)